- αντρεία
- κ. αντρεία, ηβλ. ανδρεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάκαρο — (I) το και ανάκαρα, η 1. σωματική δύναμη, αντοχή, κουράγιο 2. καλή ψυχική διάθεση, όρεξη 3. ησυχία, ευκαιρία 4. θάρρος, τόλμη, αντρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. ανάκαρο, το < ανάκαρα, η < ανακαρώνω αναλογικά προς το κάρα < καρώνω κατά το σχήμα πείνα… … Dictionary of Greek
ανδρεία — Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε… … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
περιμαζεύω — 1. μαζεύω πράγματα σκόρπια 2. συγκεντρώνω, περισυλλέγω (α. «περμάζωξε την αντρειά, βάλε την δύναμή σου», Ερωτοκριτ. β. «δεν μπορώ να περιμαζέψω τον νου μου») 3. συγκρατώ κάποιον από παρεκτροπές, σωφρονίζω κάποιον («πρέπει να περιμαζέψει τα παιδιά … Dictionary of Greek
σκονισμός — ο, Ν [σκονίζω] 1. το σκόνισμα 2. σκόνη, κονιορτός («μ έτοια αντρειά πορπάτει, / οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
φουσκώνω — Ν [φούσκα (Ι)] 1. (μτβ.) α) γεμίζω κάτι με αέρα ώστε να διογκωθεί, διογκώνω, διατείνω («φουσκώνω τα μάγουλά μου [ή το μπαλόνι ή τα λάστιχα τού αυτοκινήτου ή το ασκί κ.λπ.]») β) προκαλώ αίσθημα κόρου ή δυσφορίας («ο μουσακάς μού φούσκωσε το… … Dictionary of Greek
Μιχελιδάκης, Σταυρούλης — Κρητικός οπλαρχηγός. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αντρεία του στις επαναστάσεις το 1878 και το 1889 … Dictionary of Greek
Σάλλας, Γρηγόριος — Αγωνιστής του 1821 γεννημένος στη Βεσσαραβία από Νάξιους γονείς. Αξιωματικός στο ρωσικό στρατό, παραιτήθηκε όταν ξέσπασε η Επανάσταση και ακολούθησε ως υπασπιστής τον Υψηλάντη στην Ελλάδα. Αναδείχτηκε αρχηγός στην εκστρατεία που οργανώθηκε στη… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Σισίνης — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821, οι οποίοι κατάγονταν από τη Γαστούνη. Σπουδαιότεροι ήταν οι επόμενοι: 1. Γεώργιος. Πρόκριτος της Γαστούνης. Ήταν ένας από τους σπουδαιότερους τροφοδότες των επαναστατικών σωμάτων της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε κυρίως… … Dictionary of Greek